|
WordReference English-Greek Dictionary © 2019: Κύριες μεταφράσεις |
greeting nnoun: Refers to person, place, thing, quality, etc. | (spoken welcome: hello, etc.) | χαιρετισμός ουσ αρσουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους. |
| (ανεπίσημο) | χαιρετούρα ουσ θηλουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους. |
| Logan welcomed the visitor with a polite greeting. |
| Ο Λόγκαν υποδέχτηκε τον επισκέπτη με έναν ευγενικό χαιρετισμό. |
greeting nnoun: Refers to person, place, thing, quality, etc. | (message in card) | ευχές ουσ θηλ πλουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου. |
| Anna's mother always sent a greeting at Christmas. |
| Η μητέρα της Άννας πάντα έστελνε ευχές τα Χριστούγεννα. |
greetings nplplural noun: Noun always used in plural form--for example, "jeans," "scissors." | (message on special occasion) | ευχές ουσ θηλ πλουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου. |
| | μήνυμα ουσ ουδουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους. |
| Thank you to everyone who sent me birthday greetings. |
greetings interjinterjection: Exclamation--for example, "Oh no!" "Wow!" | dated (way of saying hello) | χαίρετε επιφεπιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ. |
| | γεια επιφεπιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ. |
| Greetings, Harold! |
WordReference English-Greek Dictionary © 2019: Κύριες μεταφράσεις |
greet [sb]⇒ vtrtransitive verb: Verb taking a direct object--for example, "Say something." "She found the cat." | (welcome guests, customers) | καλωσορίζω, υποδέχομαι ρ μρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ. |
| While Mary goes to greet the guests, Fred finishes setting the table for dinner. |
| Ενώ η Μαίρη υποδέχεται τους καλεσμένους, ο Φρεντ ολοκληρώνει το στρώσιμο του τραπεζιού για το δείπνο. |
greet [sb] vtrtransitive verb: Verb taking a direct object--for example, "Say something." "She found the cat." | (say hi) | χαιρετάω, χαιρετώ ρ μρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ. |
| | λέω γεια περίφρπερίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ. |
| In this small town, strangers greet you in the street. |
| Σε αυτή τη μικρή πόλη η άγνωστοι σε χαιρετάνε στον δρόμο. |
greet [sb/sth]⇒ vtrtransitive verb: Verb taking a direct object--for example, "Say something." "She found the cat." | often passive (react to) (με κτ) | γίνομαι δεκτός ρ έκφρρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ. |
| | κάνω κπ/κτ δεκτό περίφρπερίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ. |
| The teacher's questions were greeted by confused silence from her students. |
| Οι ερωτήσεις της καθηγήτριας έγιναν δεκτές με αμήχανη σιωπή από τους μαθητές. |
| Οι μαθητές έκαναν δεκτές τις ερωτήσεις της καθηγήτριας με αμήχανη σιωπή. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2019:
Ο όρος 'greeting' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
|
|